- ένθρυπτος
- ἔνθρυπτος, -ον (Α) [θρυπτός]1. αυτός που διαλύεται μέσα σε υγρό2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἔνθρυπταείδος πίτας ή βουτήματος, κομμάτια ψωμιού βρεγμένα σε κρασί3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἔνθρυπτοςεπίθ. τού Απόλλωνος στην Αθήνα.
Dictionary of Greek. 2013.